φιλτράρω

φιλτράρω
Ν
περνώ από φίλτρο, διυλίζω, διηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filtrare < filtro (βλ. λ. φίλτρο [ΙΙ])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλτράρω — φιλτράρω, φίλτραρα και φιλτράρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλτράρω — (λ. ιταλ.), φιλτράρισα, φιλτραρίστηκα, φιλτραρισμένος, διηθώ, διυλίζω, κάνω διήθηση με φίλτρο (βλ. λ.) ή με διηθητικό χαρτί, σουρώνω, στραγγίζω: Φιλτραρισμένη βενζίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

  • φιλτράρισμα — το, Ν [φιλτράρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιλτράρω, διήθηση, σούρωμα …   Dictionary of Greek

  • ανικμώ — ἀνικμῶ ( άω) (Α) [ικμώ] λιχνίζω, διυλίζω, φιλτράρω …   Dictionary of Greek

  • απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διέραμα — διέραμα, το (Α) 1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι 2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ ( άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • διηθώ — (Α διηθῶ, έω) [ηθώ] περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω αρχ. 1. πλένω, καθαρίζω 2. σταλάζω …   Dictionary of Greek

  • μεταδιερώ — μεταδιερῶ, άω (Α) διυλίζω, διηθώ, στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + διερῶ «διηθώ, στραγγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”